Η Μπαλάντα της Ιφιγένειας -Μία ιστορία απο το 1959 έως 1975

«Η μπαλάντα της Ιφιγένειας»


Με πήρες κάποτε απ’το χέρι και δε σε ρώτησα πού πάμε
σου είπα με σένα δε φοβάμαι μάνα καλή μάνα μου έρμη
εσύ τον άντρα σου είχες χάσει κι εγώ είχα χάσει το γονιό μου
και τότε μάνα καλέ μάνα τότε σε βάφτισα αρχηγό μου


Κλείδωσες δυο φορές το σπίτι μας πήρες κι ήρθαμε στην πόλη
σαν τα κοράκια πέσαν όλοι έτσι όπως σε είδαν φοβισμένη
κι ακόνιζα παιδάκι πράμα τα νύχια μου και το μυαλό μου
με μια τρεμούλα μ’ένα φόβο μη γκρεμιστεί ο αρχηγός μου

Κι άρχισαν να κυλούν τα χρόνια όπως το χρώμα στη βατίστα
στην οικοκυρική μοδίστρα κι ο αδερφός μου στα καράβια
η Ελλάδα πήγαινε κι ερχόταν κι έγινε ο τρόμος καθεστώς σου
φοβήθηκα μη σε τσακίσουν και τότε έγινα αρχηγός σου

Και πάνω που άρχιζα να ορίζω ήρθε η αγάπη να με ορίσει
και μπλέχτηκα στο αλισβερίσι οι αγάπες μ’έβαλαν στη μέση
εσύ νοιαζόσουν μη πονέσω μα αυτές δε’βλέπαν τον καημό σου
κι όλες στο μάτι είχαν βάλει να ρίξουνε τον αρχηγό σου

Κι όταν με πήρε το τραγούδι ήμουν το στόμα των απόρων
έγινα στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας
πήγαν να τρίξουν τα θεμέλια δεν ήταν τ’αύριο πια δικό μου
τότε ξανάπλωσες το χέρι και σε ξανάκανα αρχηγό μου

Τώρα χαμένη εγώ στους ήχους και λυτρωμένη εσύ χορεύεις
η μόνη εσύ που με πιστεύεις σαν σου μιλώ μεσ’στα τραγούδια
τώρα αγαπώ μα δεν ορίζω τώρα δεν ψάχνω να’βρω δίκια
τώρα το δρόμο μου τον βρήκα γκρεμίστηκαν τ’αρχηγηλίκια




Στα τριάντα τέσσερά της είχε πια στα πόδια της όλο τον κόσμο. Από τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην Ελλάδα. Φανατικούς θαυμαστές. Εκατοντάδες συνεντεύξεις και αφιερώματα. Χιλιάδες φωτογραφήσεις. Κι όμως αυτή: 

Με πήρες κάποτε απ΄ το χέρι και δε σε ρώτησα 
πού πάμε/ σου είπα με σένα δε φοβάμαι μάνα καλή μάνα μου έρμη. 



Έκπληξη τρίτη. Η πλήρης απογύμνωση. Ενώπιον όλων. Με τον πιο οικείο τρόπο: το τραγούδι. «Η μπαλάντα της Ιφιγένειας» (στο δίσκο «Εμφύλιος Έρωτας», 1984) ή αλλιώς «ένας μικρός απολογισμός της ζωής μου από το 1959 έως το 1975» όπως δήλωνε στην εφημερίδα Μεσημβρινή, το 1984. Ιφιγένεια είναι το όνομα της μητέρας της Αλεξίου και το τραγούδι βάπτισμα του πυρός της ουσιαστικά στο χώρο της τραγουδοποιίας, μια από τις πιο ρεαλιστικές και προσωπογραφικές μπαλάντες της ελληνικής δισκογραφίας:


Ο πατέρας που χάνεται όταν αυτή είναι μόλις 8 χρονών: Εσύ τον άντρα σου είχες χάσει κι εγώ είχα χάσει το γονιό μου, η κάθοδος από τη Θήβα στην Αθήνα: Κλείδωσες δυό φορές το σπίτι μας πήρες κι ήρθαμε στην πόλη, η ενασχόλησή της με τη μοδιστρική και ο αδελφός (ο τραγουδιστής Γιώργος Σαρρής) στα μπάρκα: Κι άρχισαν να κυλούν τα χρόνια όπως το χρώμα στη βατίστα/ στην οικοκυρική μοδίστρα κι ο αδερφός μου στα καράβια, η γνωριμία της με την αγάπη: Και πάνω που άρχιζα να ορίζω ήρθε η αγάπη να με ορίσει, και η γνωριμία της και με τον αδηφάγο χώρο του τραγουδιού: Κι όταν με πήρε το τραγούδι ήμουν το στόμα των απόρων/ έγινα στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας.



Μια «θεά», δηλαδή, που δηλώνει σε όλους ότι είναι γήινη. Γιατί: «...η μάνα μου έλεγε πως είμαι φτιαγμένη για τη γη όταν με έβλεπε να παίζω με τη λάσπη. Έφτιαχνα κούπες, πιατάκια, βαρκούλες που βέβαια όλα ξεραινόντουσαν και έσκαγαν, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Με ένοιαζε μόνο να τα φτιάχνω...». (απόσπασμα από το ολιγοσέλιδο και δυσεύρετο βιβλίο της «Η ατέλειωτη λέξη», εκδ. Γνώση, 1989.). Μια καθηλωτική φωνή που φαίνεται οτι είχε βρει έναν αντίπαλο στις καρδιές του κόσμου να την κοιτάζει στα μάτια: την ίδια της τη γραφή. Κι ας μην είχε δώσει ακόμη πολλά δείγματα. Ακόμα κι αν η ολοκληρωμένη παρουσία της ως τραγουδοποιός αργούσε.

Τέλος... 

Σχόλια